- νεκροφοβία
- ηο υπερβολικός φόβος του νεκρού ή του θανάτου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
νεκροφοβία — η ιατρ. φόβος, συνήθως παθολογικός, για τους νεκρούς, ο οποίος διακρίνεται από τη θανατοφοβία, η οποία είναι παθολογικός φόβος για τον θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. necrophobia < necro (< νεκρός) + phobia (< φοβία <… … Dictionary of Greek
νεκροφοβικός — ή, ό [νεκροφοβία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νεκροφοβία … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek